-
1 πρός
πρός, Prep., expressing direction,A on the side of, in the direction of, hence c. gen., dat., and acc., from, at, to: [dialect] Ep. also [full] προτί and [full] ποτί, in Hom. usually c. acc., more rarely c. dat., and each only once c. gen., Il.11.831, 22.198:—dialectal forms: [dialect] Dor.[full] ποτί (q. v.) and [full] ποί, but Cret. [full] πορτί Leg.Gort.5.44, etc., Argive [full] προτ( [full] ί) Schwyzer 84.3 (found at Tylisus, V B.C.), restored in Mnemos.57.208(Argos, vi B.C.), and in Alcm.30; Arc., Cypr. [full] πός SIG306.11 (Tegea, iv B.C.), Inscr.Cypr. 135.19H., also sts. in Asia Minor in compds., v. ποσάγω, ποσφέρω; [dialect] Aeol. [full] πρός Sapph.69 ([etym.] προς-), 109, Alc.20 (s. v.l.); [full] πρές Jo.Gramm. Comp.3.10; Pamphylian περτ ([etym.] ί) Schwyzer 686.7, 686a4. (With [full] προτί, [full] πρός cf. Skt. práti 'towards, near to, against, back, etc.', Slav. protiv[ucaron], Lett. pret 'against', Lat. pretium: [full] ποτί (q. v.) and [full] πός are not cogn.) A. WITH GEN., πρός refers to that from which something comes:I of Place, from,ἵκετο ἠὲ π. ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8.29
;τὸν π. Σάρδεων ἤλεκτρον S.Ant. 1037
(v.l.).2 on the side of, towards, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος towards Elis, Od.21.347; π. ἁλός, π. Θύμβρης, Il.10.428, 430;εἶναι π. θαλάσσης Hdt.2.154
;ἱδρῦσθαι π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.8.120
;ἐστρατοπεδεύοντο π. Ὀλύνθου Th.1.62
, etc.; φυλακαὶ π. Αἰθιόπων, π. Ἀραβίων, π. Διβύης, on the frontier towards the Ethiopians, etc., Hdt.2.30: freq. with words denoting the points of the compass, δύω θύραι εἰσίν, αἱ μὲν π. βορέαο, αἱ δ' αὖ π. νότου one on the north side, the other on the south side, Od.13.110;οἰκέουσι π. νότου ἀνέμου Hdt.3.101
; π. ἄρκτου τε καὶ βορέω ἀνέμου κατοικημένοι ib. 102; π. μεσαμβρίης ib. 107; π. τοῦ Τμώλου τετραμμένον τῆς πόλιος (in such phrases the acc. is more common) Id.1.84;π. Πλαταιῶν Th. 3.21
;π. Νεμέας Id.5.59
; ἀπὸ τῆσδε τῆς ὁδοῦ τὸ π. τοῦ λιμένος ἅπαν everything on the harbour- ward side of this road, IG12.892: combined with π. c. acc.,π. ἠῶ τε καὶ τοῦ Τανάϊδος Hdt.4.122
;τὸν μέν π. βορέω ἑστεῶτα, τὸν δὲ π. νότον Id.2.121
, cf. 4.17.3 before, in presence of,μάρτυροι ἔστων π. τε θεῶν μακάρων π. τε θνητῶν ἀνθρώπων Il.1.339
;οὐδ' ἐπιορκήσω π. δαίμονος 19.188
; ποίτοῦ Ἀπόλλωνος .. ὑπίσχομαι prob. in IG22.1126.7 (Amphict. Delph., iv B. C.); ὑποσχομένους πρὸς τοῦ Διός ib.1237.16: hence,b in the eyes of,ἄδικον οὐδὲν οὔτε π. θεῶν οὔτε π. ἀνθρώπων Th.1.71
, cf. X.An.1.6.6, etc.; ὅσιος π. θεῶν Lex ap.And.1.97; κατειπάτω.. ἁγνῶς π. τοῦ θεοῦ if he wishes to be pure in the sight of the god, SIG986.9, cf. 17 (Chios, v/iv B. C.);ὁ γὰρ καιρὸς π. ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει Pi.P.4.286
.4 in supplication or adjuration, before, and so, in the name of,σε.. γουνάζομαι.. π. τ' ἀλόχου καὶ πατρός Od.11.67
;π. θεῶν πατρῴων S.Ant. 839
(lyr.), etc.; ἱκετεύω, ἀντιβολῶ π. παίδων, π. γυναικῶν, etc., D.28.20, etc.: the verb is freq. omitted with π. θεῶν or τῶν θεῶν, E.Hec. 551, S.OT 1037, Ar.V. 760;π. τοῦ Διός Id.Av. 130
: less freq. with other words,π. τῆς ἑστίας E.Fr.953.39
;π. Χαρίτων Luc.Hist.Conscr.14
;μὴ π. γενείου S.El. 1208
;μὴ π. ξενίας τᾶς σᾶς Id.OC 515
(lyr.): sts. in questions, π. θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστίν; in heaven's name, D.1.15;π. τῆς Ἀθηνᾶς.. ; Din.1.45
;ἆρ' οὖν, ὦ π. Διός,.. ; Pl.R. 459a
, cf. Ap. 26e: sts. in Trag. with the pron. σε between prep. and case,π. νύν σε πατρὸς π. τε μητρός.. ἱκνοῦμαι S.Ph. 468
;μὴ π. σε γονάτων E.Med. 324
.5 of origin or descent, from, on the side of, γένος ἐξ Ἁλικαρνησσοῦ τὰ π. πατρός by the father's side, Hdt.7.99;Ἀθηναῖον.. καὶ τὰ π. πατρὸς καὶ τὰ π. μητρός D.57.17
, cf. Isoc.3.42, SIG1015.7 (Halic.); πρόγονοι ἢ π. ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν in the male or female line, Pl.Tht. 173d;ὁ πατὴρ π. μὲν ἀνδρῶν ἦν τῶν Εὐπατριδῶν Isoc.16.25
;οἱ συγγενεῖς τοῦ πατρὸς καὶ π. ἀνδρῶν καὶ π. γυναικῶν D.57.23
; οἱ π. αἵματος blood-relations, S.Aj. 1305;ἢ φίλων τις ἢ π. αἵματος φύσιν Id.El. 1125
.II of effects proceeding from what cause soever:1 from, at the hand of, with Verbs of having, receiving, etc.,ὡς ἂν.. τιμὴν καὶ κῦδος ἄρηαι π. πάντων Δαναῶν Il.16.85
, cf. 1.160, etc.;τιμὴν π. Ζηνὸς ἔχοντες Od.11.302
;δίδοι οἱ.. χάριν ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων Pi.O.7.90
; ;φυλακῆς π. δήμου κυρῆσαι Hdt.1.59
;τυχεῖν τινος π. θεῶν A.Th. 550
, cf. S.Aj. 527;λαχὼν π. δαιμόνων ὄλβον Pi.N.9.45
;κακόν τι π. θεῶν ἢ π. ἀνθρώπων λαβεῖν Hdt.2.139
, etc.;μανθάνειν π. ἀστῶν S.OC13
: with passive Verbs, προτὶ Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι to have been taught by.., Il.11.831, cf. S.OT 357;ἄριστα πεποίηται.. πρὸς Τρώων Il.6.57
; αἴσχε' ἀκούω π. Τρώων ib. 525, cf. Heraclit.79;ταῦτα.. π. τούτου κλύειν S.OT 429
;οὐ λέγεται π. οὐδαμῶν Hdt.1.47
; ἀτιμάζεσθαι, τετιμῆσθαι π. τινῶν, ib.61,2.75; alsoλόγου οὐδενὸς γίνεσθαι π. τινῶν Id.1.120
; παθεῖν τι π. τινός at the hand of, ib.73;π. ἀλλήλοιν θανεῖν E. Ph. 1269
, cf. S.OT 1237; π. τῆς τύχης ὄλωλεν ib. 949;τὸ ποιεύμενον π. τῶν Λακεδαιμονίων Hdt.7.209
;αἰτηθέντες π. τινὸς χρήματα Id.8.111
;ἱμέρου βέλει π. σοῦ τέθαλπται A.Pr. 650
: with an Adj. or Subst.,τιμήεσσα π. πόσιος Od.18.162
;ἐπίφθονος π. τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Hdt.7.139
;ἔρημος π. φίλων S.Ant. 919
;ἀπαθὴς π. ἀστῶν Pi.P.4.297
;πειθὼ π. τινός S.El. 562
;π. Τρώων.. κλέος εἶναι Il.22.514
; ἄρκεσις π. ἀνδρός, δόξα π. ἀνθρώπων, S.OC73, E.Heracl. 624 (lyr.);ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην π. Ἑλλησποντίων Hdt.4.144
: with an Adv., οἶμαι γὰρ ἂν οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχειν οὔτε π. ὑμῶν οὔτε π. τῆς Ἑλλάδος I shall meet with no ingratitude at your hands, X.An.2.3.18, cf. Pl.R. 463d.2 of things, π. τίνος ποτ' αἰτίας [τέθνηκεν]; from of by what cause? S.OT 1236; π. ἀμπλακημάτων by or by reason of.., Id.Ant.51.III of dependence or close connexion: hence,1 dependent on one, under one's protection,π. Διός εἰσι ξεῖνοί τε πτωχοί τε Od.6.207
,14.57; δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας π. Διὸς εἰρύαται by commission from him, Il.1.239; π. ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις at the bidding of another, 6.456.2 on one's side, in one's favour, Hdt.1.75, 124, S.OT 1434, Tr. 479, etc.;π. τῶν ἐχόντων.. τὸν νόμον τίθης E.Alc. 57
.IV of that which is derivable from: hence, agreeable to, becoming, like,τὰ τοιαῦτα ἔργα οὐ π. τοῦ ἅπαντος ἀνδρὸς νενόμικα γίνεσθαι, ἀλλὰπ. ψυχῆς τε ἀγαθῆς καὶ ῥώμης ἀνδρηΐης Hdt.7.153
, cf.5.12; ἦ κάρτα π. γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ 'tis very like a woman, A.Ag. 592, cf. 1636;οὐ π. ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδάς S.Aj. 581
, cf. Ar.V. 369, E.Hel. 950, etc.;π. σοῦ ἐστι Id.HF 585
, etc.;οὐκ ἦν π. τοῦ Κύρου τρόπου X.An. 1.2.11
, etc.: of qualities, etc.,π. δυσσεβείας A.Ch. 704
; π. δίκης οὐδὲν τρέμων agreeably to justice, S.OT 1014, cf.El. 1211;οὐ π. τῆς ὑμετέρας δόξης Th.3.59
; ἐάν τι ἡμῖν π. λόγου ᾖ if it be at all to our purpose, Pl.Grg. 459c;εἰ τόδε π. τρόπου λέγω
correctly,Id.
R. 470c; but π. τρόπου τι ὠνεῖσθαι buy at a reasonable price, Thphr.Char.30.12;τὰ γενήματα π. ἐλάσσονος τιμᾶς πωλῶν IG5(2).515.14
([place name] Lycosura); π. ἀγαθοῦ, π. κακοῦ τινί ἐστι or γίγνεται, it is to one's advantage or otherwise, Arist.Mu. 397a30, Arr.An.7.16.5, Hld.7.12; π. ἀτιμίας λαβεῖν τι to take a thing as an insult, regard it so, Plu.Cic.13;π. δέους λαβεῖν τι Id.Flam.7
; λαβεῖν τι π. ὀργῆς (v.l. ὀργήν) J.AJ8.1.3; μοι π. εὐκλείας γένοιτο ib. 18.7.7; τῷ δήμῳ π. αἰσχύνης ἂν ἦν, π. ὀνείδους ἂν ἦν τῇ πόλει, Lib.Decl.43.27,28.B WITH DAT., it expresses proximity, hard by, near, at,ποτὶ γαίῃ Od.8.190
, 11.423;ποτὶ γούνασι Il.5.408
; ποτὶ δρυσίν among the oaks, 14.398 (nisi leg. περί); πρὸς ἄκμονι χαλκεύειν Pi.P.1.86
; ποτὶ γραμμᾷ στᾶσαί τινα ib.9.118; ἄγκυραν ποτὶ ναΐ κρημνάντων ib.4.24;δῆσαί τινα πρὸς φάραγγι A.Pr.15
;νεὼς καμούσης ποντίῳ π. κύματι Id.Th. 210
;π. μέσῃ ἀγορᾷ S.Tr. 371
;π. Ἀργείων στρατῷ Id.Aj.95
;π. πέδῳ κεῖται Id.OT 180
(lyr.); θακεῖν π. ναοῖς ib.20, cf. A.Eu. 855;π. ἡλίου ναίουσι πηγαῖς Id.Pr. 808
;π. τῇ γῇ ναυμαχεῖν Th. 7.34
; ἐς μάχην καθίστασθαι π. (v.l. ὑπ')αὐτῇ τῇ πόλει Id.2.79
;τεῖχος π. τῇ θαλάσσῃ Id.3.105
;αἱ π. θαλάττῃ πόλεις X.HG4.8.1
; τὸ π. Αἰγίνῃ στράτευμα off Aegina, Th.1.105; Αίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ bordering on.., ib. 104; τὸ π. ποσί that which is close to the feet, before one, S.OT 130, etc.; θρηνεῖν ἐπῳδὰς π... πήματι over it, Id.Aj. 582; αἱ π. τῇ βάσει γωνίαι the angles at the base, Euc.1.5,al.;τὴν π. τῷ.. ιερῷ κρήνην IG22.338.13
, cf. SIG1040.15 (Piraeus, iv B. C.), al.2 before, in the presence of, π. τοῖς θεσμοθέταις, π. τῷ διαιτητῇ λέγειν, D. 20.98,39.22;ὅσα π. τοῖς κριταῖς γέγονεν Id.21.18
;π. διαιτητῇ φεύγειν Id.22.28
.3 with Verbs denoting motion towards a place, upon, against,ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245
, Od.2.80;με βάλῃ.. ποτὶ πέτρῃ 5.415
, cf. 7.279, 9.284; , cf. 5.401; λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ sinking on the ground, Il.20.420;ἴσχοντες πρὸς ταῖς πόλεσι Th.7.35
.4 sts. with a notion of clinging closely, προτὶ οἷ λάβε clasped to him, Il.20.418;προτὶ οἷ εἷλε 21.507
;πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται Od.5.329
;προσπεπλασμένας.. π. ὄρεσι Hdt.3.111
; π. δμῳαῖσι κλίνομαι fall into the arms of.., S.Ant. 1189;π. τινί
close to,Men.
Epit. 204.II to express close engagement, at the point of,π. αὐτῷ γ' εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν S.OT 1169
; engaged in or about,π. τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν Pl.Phd. 84c
, cf. Phdr. 249c, 249d;ἂν π. τῷ σκοπεῖν.. γένησθε D.18.176
;ἀεὶ π. ᾧ εἴη ἔργῳ, τοῦτο ἔπραττεν X. HG4.8.22
; διατρίβειν or σχολάζειν π. τινί, Epicr.11.3 (anap.), Arist. Pol. 1308b36 (butπ. ταῦτα ἐσχόλασα X.Mem.3.6.6
);ὅλος εἶναι π. τῷ λήμματι D.19.127
;π. τῇ ἀνάγκῃ ταύτῃ γίγνεσθαι Aeschin.1.74
; τὴν διάνοιαν, τὴν γνώμην ἔχειν π. τινί, Pl.R. 500b, Aeschin.3.192; κατατάξαι αὐτὸν π. γράμμασιν, i.e. give him a post as clerk, PCair.Zen. 342.3 (iii B. C.);ὁ π. τοῖς γράμμασι τεταγμένος Plb.15.27.7
, cf. 5.54.7, D.S.2.29,3.22;ἐπιμελητὴς π. τῇ εἰκασίᾳ τοῦ σησάμου PTeb.713.2
, cf.709.1 (ii B. C.).III to express union or addition, once in Hom., ἄασάν μ' ἕταροί τε κακοὶ π. τοῖσί τε ὕπνος and besides them sleep, Od.10.68;π. τοῖς παροῦσιν ἄλλα
in addition to,A.
Pr. 323, cf. Pers. 531, Xenoph.8.3. Emp.59.3;ἄλλους π. ἑαυτῷ Th.1.90
; π. ταῖς ἡμετέραις [τριήρεσι] Id.6.90;δέκα μῆνας π. ἄλλοις πέντε S.Tr.45
;τρίτος.. π. δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς A.Pr. 774
; κυβερνήτης π. τῇ σκυτοτομίᾳ in addition to his trade of leather-cutter, Pl.R. 397e: freq. with neut. Adjs., π. τῷ νέῳ ἁπαλός besides his youth, Id.Smp. 195c, cf. Tht. 185e;π. τῷ βλαβερῷ καὶ ἀηδέστατον Id.Phdr. 240b
; π. τούτοισι besides this, Hdt.2.51, cf. A.Pers. 237 (troch.), etc.; rarely in sg.,π. τούτῳ Hdt.1.31
,41; π. τοῖς ἄλλοις besides all the rest, Th.2.61, etc.:—cf. the Advb. usage, infr. D.C WITH ACCUS., it expresses motion or direction towards an object:I of Place, towards, to, with Verbs of Motion,ἰέναι π. Ὄλυμπον Il.1.420
; ἰέναι π. δώματα, etc., Od.2.288, etc.;ἰέναι π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239
; φέρειν προτὶ ἄστυ, ἄγειν προτὶ Ἴλιον, etc., 13.538, 657, etc.; ἄγεσθαιπρὸς οἶκον, ἐρύεσθαι ποτὶ Ἴλιον, 9.147,18.174; ὠθεῖν, δίεσθαι προτὶ ἄστυ, 16.45, 15.681, etc.;ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα Od.8.374
;βαλεῖν ποτὶ πέτρας 12.71
;κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147
; ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν returned to his home, LXX Nu.24.25; κληθῆναι π. τὸ δεῖπνον (rarer than ἐπὶ δεῖπνον) Plu. Cat.Ma.3.2 with Verbs implying previous motion, upon, against, π. τεῖχος, π. κίονα ἐρείσας, Il.22.112, Od.8.66;ἅρματα.. ἔκλιναν π. ἐνώπια Il.8.435
;ἔγχος ἔστησε π. κίονα Od.1.127
;ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες 2.342
;ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι 22.334
;πρὸς γοῦνα καθέζετό τινος 18.395
;π. ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 278
;τὰ πολλὰ πατρὸς π. τάφον κτερίσματα S.El. 931
; χῶρον π. αὐτὸν τόνδ' dub. in Id.Ph.23; later,ἔστη π. τὸν στῦλον LXX 4 Ki.23.3
;ὁ ὄχλος π. τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν Ev.Marc.4.1
; π. ὑμᾶς παραμενῶ with you, 1 Ep.Cor.16.6;ἐκήδευσαν τὸν.. πατέρα.. π. τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς
beside,Supp.Epigr.
6.106 ([place name] Cotiaeum).b of addition, (Argos, v B. C.);ἵππον προσετίθει πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
, cf. Hdt.6.125, X.HG1.5.6, Pl.Phlb. 33c, Arist.Rh. 1359b28; προσεδαπάνησε π. τὸ μερισθὲν αὐτῷ εἰς τὸ ἔλαιον ἐκ τῶν ἰδίων over and above the sum allotted to him, IG22.1227.9; προσετέθη π. τὸν λαὸν αὐτοῦ was gathered to his people, LXX Ge.49.33.3 with Verbs of seeing, looking, etc., towards,ἰδεῖν π. τινά Od.12.244
, al.; ὁρᾶν, ἀποβλέπειν π. τι or τινά, A.Supp. 725, Ar.Ach. 291, etc.;ἀνταυγεῖ π. Ὄλυμπον Emp.44
; στάντε ποτὶ πνοιήν so as to face it, Il.11.622 (similarly, πέτονται πρὸς τὸ πνεῦμα against the wind, Arist.HA 597a32); κλαίεσκε π. οὐρανόν cried to heaven, Il.8.364: freq. of points of the compass, π. ζόφον κεῖσθαι lie towards the West, Od.9.26;ναίειν π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε 13.240
;στάντα π. πρώτην ἕω S.OC 477
; so in Prose,π. ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς Hdt. 1.201
, cf. 4.40;π. βορέην τε καὶ νότον Id.2.149
; alsoἀκτὴ π. Τυρσηνίην τετραμμένη τῆς Σικελίης Id.6.22
(v. supr. A. 1.2); π. ἥλιον facing the sun, and so, in the sunlight, Ar.V. 772; so π. λύχνον by lamplight, Id. Pax 692, Jul.Ep.4;π. τὸ λύχνον Hippon.22
Diehl, cf. Arist.Mete. 375a27;πὸτ τὸ πῦρ Ar.Ach. 751
;πρὸς τὸ πῦρ Pl.R. 372d
, cf. Arist.Pr. 870a21; π. φῶς in open day, S.El. 640; but, by torch-light, Plu.2.237a.4 in hostile sense, against,π. Τρῶας μάχεαι Il.17.471
;ἐστρατόωνθ'.. π. τείχεα Θήβης 4.378
; π. δαίμονα against his will, 17.98;βεβλήκει π. στῆθος 4.108
;γούνατ' ἐπήδα π. ῥόον ἀΐσσοντος 21.303
;χρὴ π. θεὸν οὐκ ἐρίζειν Pi.P.2.88
;π. τοὐμὸν σπέρμα χωρήσαντα S.Tr. 304
;ἐπιέναι π. τινάς Th.2.65
;ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες π. τε ἀλλήλους καὶ τὸν βάρβαρον Id.1.118
;ἀγωνίζεσθαι π. τινά Pl.R. 579c
;ἀντιτάττεσθαι π. πόλιν X.Cyr.3.1.18
: also in argument, in reply to,ταῦτα π. τὸν Πιττακὸν εἴρηται Pl.Prt. 345c
; and so in the titles of judicial speeches, πρός τινα in reply to, less strong than κατά τινος against or in accusation, D.20 tit., etc.;μήτε π. ἐμὲ μήτε κατ' ἐμοῦ δίκην εἶναι Is.11.34
.5 without any hostile sense,π. ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον Il.3.155
,cf.5.274,11.403,17.200;π.ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι Od.17.584
; λέγειν, εἰπεῖν, φράζειν π. τινά, Hdt. 1.8,90, Ar.V. 335, Nu. 359;ἀπαγγεῖλαι π. τινάς A.Ch. 267
;μνησθῆναι π. τινά Lys.1.19
, etc.;ἀμείψασθαι π. τινά Hdt.8.60
codd.;ἀποκρίνεσθαι π. τινάς Ar.Ach. 632
, Th.5.42; ὤμοσε δὲ π. ἔμ' αὐτόν he swore to me, Od.14.331: π. sts. governs the reflex. pron.,διαλογίζεσθαι π. ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45
; ἀναμνήσθητε, ἐνθυμήθητε π. ὑμᾶς αὐτούς, Isoc.6.52, 15.60;π. ἐμαυτὸν.. ἐλογιζόμην Pl.Ap. 21d
; μινύρεσθαι, ἄδειν π. ἑαυτόν, Ar.Ec. 880, 931;ἐπικωκύω.. αὐτὴ π. αὑτήν S.El. 285
.b π. σφέας ἔχειν δοκέουσι, i.e. they think they are pregnant, Hp.Nat.Puer. 30.6 of various kinds of intercourse or reciprocal action, π... Διομήδεα τεύχε' ἄμειβεν changed arms with Diomedes, Il.6.235;ὅσα.. ξυμβόλαια.. ἦν τοῖς ἰδιώταις π. τοὺς ἰδιώτας ἢ ἰδιώτῃ π. τὸ κοινόν IG12.116.19
; σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι π. τινά, Th.4.15, Plb.1.17.6;ξυγχωρεῖν π. τινάς Th.2.59
;γίγνεται ὁμολογία π. τινάς Id.7.82
, cf. Hdt. 1.61;π. τινὰς ξυμμαχίαν ποιεῖς θαι Th.5.22
;π. ἀλλήλους ἡσυχίαν εἶχον καὶ π. τοὺς ἄλλους.. εἰρήνην ἦγον Isoc.7.51
;π. ἀλλήλους ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα A.Pr. 491
; alsoσαίνειν ποτὶ πάντας Pi.P.2.82
, cf. O.4.6;παίζειν πρός τινας E.HF 952
, etc.;ἀφροδισιάζειν π. τινά X.Mem.1.3.14
;ἀγαθὸς γίγνεσθαι π. τινά Th.1.86
;εὐσεβὴς π. τινὰς πέλειν A.Supp. 340
; διαλέγεσθαι π. τινά converse with.., X.Mem.1.6.1, Aeschin.2.38,40, 3.219;κοινοῦσθαι π. τινάς Pl.Lg. 930c
;π. τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.2
; διαλογίζεσθαι π. τινά balance accounts with.., D.52.3, cf. SIG241.127 (Delph., iv B. C.);ἃ ἔχει διελόμενος π. τὸν ἀδελφόν IG12(7).55.8
(Amorgos, iv/iii B. C.), cf. D. 47.34.b in phrases of the form ἡ π. τινὰ εὔνοια (ἔχθρα, etc.), π. sts. means towards, as ἡ π. αὑτοὺς φιλία the affection of their wives towards or for them, X.Cyr.3.1.39;ἡ π. ὑμᾶς ἔχθρα Id.HG3.5.10
;ἡ ἀπέχθεια ἡ π. τοὺς πλουσίους Arist.Pol. 1305a23
;τὴν π. τοὺς τετελευτηκότας εὔνοιαν ὑπάρχουσαν D.18.314
, cf. SIG352.13 (Ephesus, iv/iii B. C.), al.;φυσικαὶ τοκέων στοργαὶ π. τέκνα ποθεινά IG12(5).305.13
([place name] Paros): but sts. at the hands of, ἡ π. τὸ θεῖον εὐμένεια the favour of the gods, Th.5.105; φθόνος τοῖς ζῶσι π. τὸ ἀντίπαλον jealousy is incurred by the living at the hands of their rivals, Id.2.45; τὴν ἀπέχθειαν τὴν π. Θηβαίους.. τῇ πόλει γενέσθαι the hostility incurred by Athens at the hands of the Thebans, D.18.36, cf.6.3, 19.85; τῇ φιλίᾳ τῇ π. τὸν τετελευτηκότα the friendship with (not 'affection for') the deceased, Is.1.17, cf. Pl.Ap. 21c, 28a, Isoc.15.101,19.50, Lycurg.135, Din.1.19, etc.;τίνος ὄντος ἐμοὶ π. ὑμᾶς ἐγκλήματος; Lys.10.23
, cf. 16.10;τιμώμενος.. διὰ τὴν π. ὑμᾶς πίστιν Din.3.12
, cf. Lys.12.67, D.20.25; τῷ φόβῳ τῷ π. ὑμᾶς the fear inspired by you, Id.25.93; τῇ π. Ῥωμαίους εὐνοία his popularity with the Romans, Plb.23.7.5.7 of legal or other business transacted before a magistrate, witness, etc.,τάδε ὁ σύλλογος ἐβουλεύσατο.. π. μνήμονας SIG45.8
(Halic., v B. C.), cf. IG7.15.1 (Megara, ii B. C.); γράφεσθαι αὐτὸν κλοπῆς.. π. τοὺς ἐπιμελητάς ib.12.65.46; ἀτέλειαν εἶναι αὐτῷ καὶ δίκας π. τὸν πολέμαρχον ib.153.7; λόγον διδόντων τῶν.. χρημάτων.. π. τοὺς λογιστάς ib.91.27; before a jury,ἔστι δὲ τούτοις μὲν π. ὑμᾶς ἁγών, ὑμῖν δὲ π. ἅπασαν τὴν πόλιν Lys. 26.14
;ἀντιδικῆσαι τῷ παιδὶ.. π. ὑμᾶς Is.11.19
codd. (dub.); before a witness to whom an appeal for corroboration is made, Id.3.25; ([place name] Elis); φέρρεν αὐτὸν πὸ (τ) τὸν Δία in the eyes of Zeus, ib.415.7(ibid.); λαχεῖν πρὸς τὸν ἄρχοντα, γράφεσθαι π. τοὺς θεσμοθέτας, D.43.15, Lex ib.21.47, cf. Arist.Ath.56.6;τοῖς ἐμπόροις εἶναι τὰς δίκας π. τοὺς θεσμοθέτας D.33.1
; θέντων τὰ.. ποτήρια.. π. Πολύχαρμον having pawned the cups with P., IPE12.32A15 (Olbia, iii B. C.); alsoδιαβάλλειν τινὰ π. τοὺς πολλούς X. Mem. 1.2.31
, cf. D.7.33.II of Time, towards or near a certain time, at or about,ποτὶ ἕσπερα Od.17.191
;ποτὶἕσπερον Hes.Op. 552
;πρὸς ἑσπέραν Pl.R. 328a
;ἐπεὶ π. ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22
;π. ἡμέραν Id.An.4.5.21
;π. ὄρθρον Ar.Lys. 1089
; ποτ' ὄρθρον (nisi leg. πότορθρον) Theoc.5.126, Erinn. in PSI9.1090.48 + 8 (p.xii); ; π.ἀῶ ἐγρέσθαι, π. ἡμέραν ἐξεγρέσθαι, Theoc.18.55, Pl.Smp. 223c; π. γῆρας, π. τὸ γῆρας, in old age, E.Med. 592, Pl.Lg. 653a; π. εὐάνθεμον φυάν in the bloom of life, Pi.O.1.67; μέχρις ὅτου π. γυναῖκας ὦσι, i.e.of marriageable age, IG22.1368.41: later, π.τὸ παρόν for the moment, Luc.Ep. Sat.28, etc.; v. infr. 111.5.III of Relation between two objects,1 in reference to, in respect of, touching, τὰ π. τὸν πόλεμον military matters, equipments, etc., Th.2.17, etc.; τὰ π. τὸν βασιλέα our relations to the King, D.14.2; τὰ π. βασιλέα πράγματα the negotiations with the King, Th.1.128; τὰ π. τοὺς θεούς our relations, i.e. duties, to the gods, S.Ph. 1441;μέτεστι π. τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον.. ἐλευθέρως δὲ τὰ π. τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Th.2.37
;οὐδὲν διοίσει π. τὸ γενέσθαι..
in respect of..,Arist.
APr. 24a25, cf. Pl.Phd. 111b; ἕτερος λόγος, οὐ π. ἐμέ that is another matter, and does not concern me, D.18.44, cf. 21,60, Isoc.4.12; τῶν φορέτρων ὄντων π. ἐμέ freightage shall be my concern, i.e. borne by me, PAmh.91.18 (ii A. D.);π. τοῦτον ἦν ἡ τῶν διαφόρων πρᾶξις LXX 2 Ma.4.28
; ἐὰν.. βοᾷ καὶ σχετλιάζῃ μηδὲν π. τὸ πρᾶγμα, nihil ad rem, D.40.61; οὐδὲν π. τὸν Διόνυσον Prov. ap.Plb.39.2.3, Suid.; οὐδὲν αὐτῷ π. τὴν πόλιν ἐστίν he owes no reckoning to the State, D.21.44;λόγος ἐστὶν ἐμοὶ π. Ἀθηναίους Philonid. 1
D.;π. Ἰάσονά ἐστιν αὐτῷ περὶ τῆς τιμῆς PHamb.27.8
(iii B. C.), cf. PCair.Zen.150.18 (iii B. C.); ἔσται αὐτῷ π. τὸν Θεόν (sc. ὁ λόγος ) he shall have to reckon with God, Supp.Epigr.6.188, cf. 194, al. ([place name] Eumenia); without αὐτῷ, ib.236 ([place name] Phrygia);ἔσται π. τὴν Τριάδαν MAMA1.168
, cf. Supp.Epigr.6.302 (Laodicea Combusta); ἕξει π. τὸν Θεόν ib.300, al. (ibid.); ἕξει π. τὴν ἐωνίαν κρίσιν ib.4.733 ([place name] Eukhaita), cf. 6.841 ([place name] Cyprus);π. πολλοὺς ἔχων ἀγωνιστάς Suid.
s.v. ὅσα μῦς ἐν πίσσῃ, cf. 2 Ep.Cor.5.12: with Advbs.,ἀσφαλῶς ἔχειν π. τι X.Mem.1.3.14
, etc.; [τὸ or τὰ] πρός τι, the relative term or terms, Arist.Cat. 1b25, 6a36, al.; τὸ π. τι, Pythag. name for two, Theol.Ar.8; π. ἡμᾶς relatively to us, opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 72a1; ὀρθὸς πρός or ποτί c. acc., perpendicular to, Archim.Sph.Cyl.2.3, Spir.20; ἁ Δζ ποτὶ τὰν ΑΔ ἀμβλεῖαν ποιεῖ γωνίαν ib.16.2 in reference to, in consequence of,πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα Hdt.3.52
, cf. 4.161;π. τὴν φήμην
in view of..,Id.
3.153, cf. Th.8.39;χαλεπαίνειν π. τι Id.2.59
;ἀθύμως ἔχειν π. τι X.HG4.5.4
, etc.: with neut. Pron.,π. τί;
wherefore? to what end?S.
OT 766, 1027, etc.; π. οὐδέν for nothing, in vain, Id.Aj. 1018; π. οὐδὲν ἀναγκαῖον unnecessarily, Sch.Il.9.23;π. ταῦτα
therefore, this being so,Hdt.
5.9,40, A.Pr. 915, 992, S.OT 426, etc.; cf. οὗτος c. v111.1b.3 in reference to or for a purpose,ἕστηκεν.. μῆλα π. σφαγάς A.Ag. 1057
; χρήσιμος, ἱκανὸς π. τι, Pl.Grg. 474d, Prt. 322b;ὡς π. τί χρείας; S.OT 1174
, cf. OC71, Tr. 1182;ἕτοιμος π. τι X.Mem.4.5.12
;ἱκανῶς ὡς π. τὴν παροῦσαν χρείαν Arist. Cael. 269b21
;ἢν ἀρήγειν φαίνηται π. τὴν σύμπασαν νοῦσον Hp.Acut. 60
; ποιεῖ π. ἐπιλημπτικούς is efficacious for cases of epilepsy, Dsc.1.6;ἐθέλοντες τὰ π. τὴν νοῦσον ἡδέα μᾶλλον ἢ τὰ π. τὴν ὑγιείην προσδέχεσθαι Hp. de Arte7
.b with a view to or for a future time,ὅπως.. γράμματα δῷ π. ἢν ἂν ἡμέραν ἑκάτεροι παραγίνωνται SIG679.62
(Senatus consultum, ii B. C.);θαυμάζεται τὰ Περικλέους ἔργα π. πολὺν χρόνον ἐν ὀλίγῳ γενόμενα Plu.Per.13
.c = πρός B. 11,ἐγίνετο π. ἀναζογήν Plb.3.92.8
;ὄντων π. τὸ κωλύειν Id.1.26.3
, cf. 1.29.3, al., Plu.Nic.5.4 in proportion or relation to, in comparison with,κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι π. τὸν πατέρα Κῦρον Hdt.3.34
;ἔργα λόγου μέζω π. πᾶσαν χώρην Id.2.35
;π. πάντας τοὺς ἄλλους Id.3.94
, 8.44;πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως.. π. τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι Th.1.10
, cf. Pi.O.2.88, Pl. Prt. 327d, 328c, Phd. 102c, etc.; π. τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν the mean between.., Th.1.10;τὸ κάλλιστον τῶν ἔργων π. τὸ αἴσχιστον συμβαλεῖν Lycurg.68
;ἓν π. ἓν συμβάλλειν Hdt.4.50
; alsoἔχεις π. τὰ ἔτη μέλαιναν τὴν τρίχα Thphr. Char.2.3
;ἐνδεεστέρως ἢ π. τὴν ἐξουσίαν Th.4.39
: also of mathematical ratio, οἷος ὁ πρῶτος (sc. ὅρος)ποτὶ τὸν δεύτερον, καὶ ὁ δεύτερος ποτὶ τὸν τρίτον Archyt.2
, cf. Philol.11, Pl.Ti. 36b, Arist.Rh. 1409a4, al., Euc. 5 Def.4, etc.; πρὸς παρεὸν.. μῆτις ἀέξεται ἀνθρώποισι in proportion to the existing (physical development), Emp.106: also of price, value, πωλεῖσθαι δὶς π. ἀργύριον sells twice against or relatively to silver, i.e. for twice its weight in silver, Thphr.HP9.6.4;πωλεῖται ὁ σταθμὸς αὐτοῦ π. διπλοῦν ἀργύριον Dsc.1.19
; [ἡ μαργαρῖτις λίθος] πωλεῖται.. π. χρυσίον for its weight in gold, Androsthenes ap.Ath.3.93b: metaph.,π. ἀρετήν Pl.Phd. 69a
; ὅπως π. τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ ἄλφιτα πωλήσουσι on the basis of the price of barley, Arist.Ath.51.3; ἐξέστω αὐτοῦ ἀπογραφὴ τῆς οὐσίας π. τοῦτο τὸ ἀργύριον Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ property equal in value to this silver, IG22.1013.14, cf. PHib. 1.32.9 (iii B. C.), IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.);τῶν ἐγγύων τῶν ἐγγυωμένων π. [αὐτὰ] τὰ κτήματα SIG364.42
(Ephesus, iii B. C.);θέντων τὰ ποτήρια π. χρυσοῦς ἑκατόν IPE12.32A16
(Olbia, iii B. C.); τοὺς ἀπαγομένους εἰς φυλακὴν π. τὰ χρέα imprisoned for debt, Plb. 38.11.10, cf. 1.72.5, 5.27.4,5,7,5.108.1, PTeb.707.9 (ii B. C.);τοὺς π. καταδίκας ἐκπεπτωκότας Plb.25.3.1
, cf. SIG742.31 (Ephesus, i B. C.);ἐγδίδομεν τὸ ἔργον.. π. χαλκόν IG7.3073.6
(Lebad., ii B. C.), cf. PSI5.356.7 (iii B. C.), PTeb. 825 (a).16 (ii B. C.), Sammelb.5106.3 (ii B. C.);οἷον π. ἀργύριον τὴν δόξαν τὰς ψυχὰς ἀποδιδόμενοι Jul. Or.1.42b
; π. ἅλας ἠγορασμένος, i.e. 'dirt cheap', Men.828 (also π. ἅλα δειπνεῖν καὶ κύαμον, i.e. dine frugally, take pot-luck, Plu.2.684f); soἡδονὰς π. ἡδονὰς.. καταλλάττεσθαι Pl.Phd. 69a
; of measurements of time by the flow from the clepsydra,π. ἕνδεκα ἀμφορέας ἐν διαμεμετρημένῃ τῇ ἡμέρᾳ κρίνομαι Aeschin.2.126
, cf. Arist.Ath.67.2,3,69.2;λεγέσθω τᾶς δίκας ὁ μὲν πρᾶτος λόγος ἑκατέροις ποτὶ χόας δεκαοκτώ SIG953.17
(Calymna, ii B. C.); λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος ib.683.60 (Olympia, ii B. C.); π. κλεψύδραν Eub.p.182 K., Epin. 2;π. κλεψύδρας Arist.Po. 1451a8
;π. ὀλίγον ὕδωρ ἀναγκαζόμενος λέγειν D.41.30
; hence later, π. ὀλίγον for a short time,ἐπανεῖναι π. ὀλίγον τὴν πολιορκίαν J.BJ5.9.1
, cf. Alex.Aphr. in Top.560.2, Hld.2.19, POxy67.14 (iv A.D.), Orib.Fr.116, Gp.4.15.8; π.ὀλίγον καιρόν, χρόνον, Antyll. ap. Orib.9.24.26, Paul.Aeg.Prooem.; π. ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan;μήτηρ δ' ἦν π. μικρόν Sammelb. 7288.4
([place name] Ptolemaic);π. βραχύ Jul.Or.1.47b
(but π. βραχὺ παρηβηκυίας (by) a little past their best, Gp.4.15.3);π. βραχὺν καιρόν Iamb. Protr. 21
.κα'; π. τὸ ἀκαρές Porph.Gaur.3.3
;π. μίαν ἢ δευτέραν ἡμέραν Dsc. 2.101
, cf. Sor.1.56;π. δύο ἡμέρας ἐκοίμησα ἐκεῖ BGU775.8
(ii A. D.);π.μόνην τὴν ἐνεστῶσαν ἡμέραν Sammelb. 7399
(ii A.D.), cf. M.Ant.12.4;προστιμάσθω π. χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅσον ἂν δόξῃ IG22.1368.89
.5 in or by reference to, according to, in view of,π. τὸ παρεὸν βουλεύεσθαι Hdt. 1.20
, cf. 113, Th.6.46,47, IG22.1.20, etc.;π. τὴν παροῦσαν ἀρρωστίαν Th.7.47
;ἵνα π. τὸν ὑπάρχοντα καιρὸν ἕκαστα θεωρῆτε D.18.17
, cf. 314, etc.;εἴ τι δεῖ τεκμαίρεσθαι π. τὸν ἄλλον τρόπον Id.27.22
; τοῖς π. ὑμᾶς ζῶσι those who live with your interests in view, Id.19.226;ἐλευθέρου τὸ μὴ π. ἄλλον ζῆν Arist.Rh. 1367a32
;π. τοῦτον πάντ' ἐσκόπουν, π. τοῦτον ἐποιοῦντο τὴν εἰρήνην D.19.63
; τὸ παιδεύεσθαι π. τὰς πολιτείας suitably to them, Arist.Pol. 1310a14; ὁρῶ.. ἅπαντας π. τὴν παροῦσαν δύναμιν τῶν δικαίων ἀξιουμένους according to their power, D.15.28;π. τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα
according to..,E.
Hipp. 701; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc.); τὸν δικαστὰν ὀμνύντα κρῖναι πορτὶ τὰ μωλιόμενα having regard to the pleadings, Leg.Gort.5.44, cf. 9.30; αἱ ἀρχαὶ.. πρὸς τὰ κατεσκευασμένα σύμβολα σηκώματα ποιησάμεναι after making weights and measures in accordance with, or by reference to, the established standards, IG22.1013.7; π. τὰ στάθμια τὰ ἐν τῷ ἀργυροκοπίῳ as measured by the weights in the mint, ib. 30, cf. PAmh.43.10 (ii B. C.); [Εόλων] ἐποίησε σταθμὰ π. τὸ νόμισμα made (trade-) weights on the basis of (i.e. proportional to) the coinage, Arist.Ath.10.2;ὀρθὸν π. τὸν διαβήτην IG22.1668.9
, cf. 95,7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); π. τὸ δικαιότατον in accordance with the most just principle, D.C.Fr.104.6.6 with the accompaniment of musical instruments,π. κάλαμον Pi.O.10(11).84
; π. αὐλόν or τὸν αὐλόν, E.Alc. 346, X.Smp.6.3, etc.;π. λύραν.. ᾄδειν SIG662.13
(Delos, ii B. C.); π. ῥυθμὸν ἐμβαίνειν to step in time, D.S.5.34.7 [full] πρός c.acc. freq. periphr. for Adv., π. βίαν, = βιαίως, under compulsion,νῦν χρὴ.. τινα π. βίαν πώνην Alc.20
(s.v.l.);π. βίαν ἐπίνομεν Ar.Ach.73
;τὸ π. βίαν πίνειν ἴσον πέφυκε τῷ διψῆν κακόν S.Fr. 735
; ἥκω.. π. βίαν under compulsion, Critias 16.10 D.; by force, forcibly, A.Pr. 210, 355, etc.; οὐ π. βίαν τινός not forced by any one, Id.Eu.5 (but also, in spite of any one, S.OC 657);π. τὸ βίαιον A.Ag. 130
(lyr.);π. τὸ καρτερόν Id.Pr. 214
; π. ἀλκήν, π. ἀνάγκαν, Id.Th. 498, Pers. 569 (lyr.);οὐ διαχωρέεει [ἡ γαστὴρ] εἰ μὴ π. ἀνάγκην Hp. Prog.8
,19;π. ἰσχύος κράτος S.Ph. 594
;π. ἡδονὴν εἶναί τινι A.Pr. 494
; π. ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, so as to please, Th.2.65, S.El. 921, D.4.38, cf. E.Med. 773;οἱ πάντα π. ἡδονὴν ἐπαινοῦντες Arist.EN 1126b13
;ἅπαντα π. ἡδ. ζητεῖν D.1.15
, cf. 18.4; λούσασθαι τὸ σῶμα π. ἡδ. as much or little as one like s, Hp.Mul.2.133;πίνειν π. ἡδ. Pl. Smp. 176e
; π. τὸ τερπνόν calculated to delight, Th.2.53; π. χάριν so as to gratify,μήτε π. ἔχθραν ποιεῖσθαι λόγον μήτε π. χ. D.8.1
, cf. S.OT 1152;π. χάριν δημηγορεῖν D.3.3
, etc.: c. gen. rei, π. χάριν τινός for the sake of,π. χ. βορᾶς S.Ant.30
, cf. Ph. 1156 (lyr.);π. ἰσχύος χ.
by means of,E.
Med. 538; π. ὀργήν with anger, angrily, S.El. 369, Th.2.65, D.53.16 (v.l.);π. ὀργὴν ἐλθεῖν τινι Id.39.23
, etc.; π. τὸ λιπαρές importunately, S.OC 1119;π. εὐσέβειαν Id.El. 464
; π. καιρόν seasonably, Id.Aj.38, etc.;π. φύσιν Id.Tr. 308
; π. εὐτέλειαν cheaply, Antiph.226.2; π. μέρος in due proportion, D.36.32;π. ὀλίγον μέρος Gp.2.15.1
; τέτραπτο π. ἰθύ οἱ straight towards him, Il.14.403; π. ὀρθὰς (sc. γωνίας ( .. τῇ AEB at right angles to, Arist.Mete. 373a14, cf. Euc.1.11, Archim.Sph.Cyl.1.3;π. ὀρθὴν τέμνουσα Arist.Mete. 363b2
; π. ἀχθηδόνα, π. ἀπέχθειαν, Luc.Tox.9, Hist.Conscr.38; γυνὴ π. ἀλήθειαν οὖσα in truth a woman, a very woman, Ath.15.687a, cf. Luc. JTr.48, Alex.61: c. [comp] Sup., π. τὰ μέγιστα in the highest degree, Hdt.8.20.8 of Numbers. up to, about, Plb.16.7.5, etc.: cf. πρόσπου.D ABS. AS ADV., besides, over and above; in Hom. always π. δέ or ποτὶ δέ, Il.5.307, 10.108, al., cf. Hdt.1.71, etc.; π. δὲ καί ib. 164, 207;π. δὲ ἔτι Id.3.74
;καὶ π. Id.7.154
, 184, prob. in A.Ch. 301, etc.;καὶ π. γε E.Hel. 110
, Pl.R. 328a, 466e;καὶ.. γε π. A.Pr.73
;καὶ δὴ π. Hdt.5.67
; freq. at the end of a second clause,τάδε λέγω, δράσω τε π. E.Or. 622
;ἀλογία.., καὶ ἀμαθία γε π. Pl.Men. 90e
, cf. E.Ph. 610;ἐνενήκοντα καὶ μικρόν τι π. D.4.28
, cf. 22.60.E IN COMPOS.,I motion towards, as προσάγω, προσέρχομαι, etc.II addition, besides, as προσκτάομαι, προσδίδωμι, προστίθημι, etc.III a being on, at, by, or beside: hence, a remaining beside, and metaph. connexion and engagement with anything, as πρόσειμι, προσγίγνομαι, etc.F REMARKS,1 in poetry πρός sts. stands after its case and before an attribute,ποίμνας βουστάσεις τε π. πατρός A.Pr. 653
, cf. Th. 185, S.OT 178 (lyr.), E.Or.94; ἄστυ πότι (or ποτὶ)σφέτερον Il.17.419
, cf. Pi.O.4.5.2 in Hom. it is freq. separated from its Verb by tmesis. -
2 πρός-κειμαι
πρός-κειμαι (s. κεῖμαι), ion. προςκέομαι, dabei liegen, Thuc. 4, 112 u. sonst; anliegen, οὔατα προςέκειτο, Henkel saßen daran, Il. 18, 379; τῇ ϑύρᾳ, vor der Thür liegen, immer davor sein, Ar. Vesp. 142; Soph. εἴ τῳ πρόςκειμαι χρηστῷ, El. 233, wie ᾡ σὺ πρόςκεισαι κακῷ, 1029, mit Glück, Unglück behaftet, verbunden sein; und umgekehrt, τὴν ἀβουλίαν, ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόςκειται κακόν, Ant. 1228; χἠ χάρις προςκείσεται, O. R. 232; προςκείμενον κέρδος πρὸς ἔργῳ, Eur. Rhes. 162; und noch dazu kommen, ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοῖς προςκείμενόν τι πῆμα, Heracl. 484. – Im eigtl. Sinne, davorsitzen, -lagern, ἑπτὰ προςκεῖσϑαι πύλαις, Eur. Phoen. 746. – Als Gattinn dabeiliegen, zur Gattinn gegeben sein, τινί, Her. 1, 196; dazu gesetzt sein, εἰ πρόςκειταί τι γράμμα ἢ ἀφῄρηται, Plat. Crat. 393 d; Xen. Mem. 3, 14, 7. – Dab. übtr., sich auf Etwas gelegt haben, eine Sache eifrig betreiben, μώραις ἄγραις προςκείμεϑα, Soph. Ai. 407; τῇ τοῠ ὄντος ἀεὶ διὰ λογισμῶν προςκείμενος ἰδέᾳ, Plat. Soph. 254 a, dah. auch τινί = Einem anhangen, ergeben sein, Her. 6, 61; τῷ λεγομένῳ, einer Sage anhangen, ihr beistimmen, 4, 11; οἴνῳ, dem Weine ergeben sein, 1, 133, wie τῇ φιλοινίῃ, 3, 84, τῷ δήμῳ, Thuc. 6, 89, der Demokratie; ταῖς ναυσί, 1, 93, vgl. 8, 89; ταῖς τοῦ χρηστηρίου ἐλπίσιν, Luc. Alex. 54. – Aber auch = Einem mit Bitten anliegen, mit Aufforderungen zusetzen, τινί, Her. 1, 123; auch in feindlichem Sinne, Einem feindlich zusetzen, ihn bedrängen, verfolgen, τινί, 9, 57, vgl. 40. 60; Thuc. 4, 33; τὸ προςκείμενον, das feindliche Heer, Her. 9, 61; so auch ἀνάγκηςἀεὶ προςκειμένης μεταχειρίζεσϑαι, Plat. Phaedr. 240 e; προςκείμενον τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ ϑεοῦ, passivisch, der Stadt von Gott. auferlegt, Apol. 30 e; Pol. oft, z. B. τῇ πόλει, ihr hart zusetzen, 1, 11, 6. – Dah. auch zukommen, obliegen, gebühren, Her. 1, 83. 118. 2, 83. 6, 57. 7, 36.
-
3 προς-βάλλω
προς-βάλλω (s. βάλλω), hinzu oder daran werfen, hinzulegen, -bringen, -thun, beigeben, τινί τι, z. B. Λακεδαιμονίοισιν Ὀλυμπιάδα, den Lacedämoniern einen olympischen Sieg verschaffen, Her. 6, 70; ἄσην πατρί, dem Vater Betrübniß bereiten, 1, 136; auch κέρδος τινί, 7, 51; κακὸν τῇ πόλει, Aesch. Pers. 767; u. pass., ἀργυρηλάτοις κέρασι χρυσᾶ στόμια προςβεβλημένοις, daran gefügt, frg. 170; μαλακὰν χέρα (τραύματι), auflegen, Pind. P. 4, 271; auch μελέταν σοφισταῖς, I. 4, 29; ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας προςβαλὼν ἀποίχεται, nachdem er mir bittere Schmerzen angethan, Soph. Trach. 42; ὅρκον αὑτῷ, sich einen Eid auflegen, 254; εὔκλειαν αὑτῷ, El. 962, sich Ruhm erwerben; bei Eur. σοί τιν' αἰσχρὰν προςβαλοῦσα κλῃδόνα, Alc. 316, der auch im eigtl. Sinne sagt ἀμφὶ δεῖπνον οὖσι προςβάλλω δόρυ, Phoen. 735; δεῖμα πατρί, Ion 584; παρειὰν παρη-ΐδι, Hec. 410; κλίμακας πύλαις, anlegen, Suppl. 498; προςβάλλω τὴν ἑκατέρου ὄψιν πρὸς τὸ ἀλλότριον σημεῖον, Plat. Theaet. 193 c, u. öfter; auch αἰσχύνην τῷ τρωϑέντι, Legg. IX, 878 c; im eigtl. Sinne sagt Pol. κλίμακας προςβάλλειν, Leitern anlegen, 4, 4, 1; τοὺς βοῠς ἐλαύνειν καὶ προςβάλλειν πρὸς τὰς ἀκρωρείας, 3, 93, 8. Von der Sonne sagt Hom. ἀρούρας προςβάλλειν, die Gefilde mit den Strahlen bewerfen, treffen, d. i. sie beleuchten, Il. 7, 421 Od. 19, 433, λόχον πύλαισι, Aesch. Spt. 442. – Sc. ἑαυτόν, scheinbar intrans., sich wogegen werfen, worauf anstürmen, δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προςβαλεῖν πύλαις, Aesch. Spt. 597; πρὸς τὸ τεῖχος, Her. 3, 155. 158. 9, 86; übh. angreifen, den Feind in der Schlacht, die Stadt durch Belagerung berennen, τινί u. πρός τινα, Her. u. Folgde; τινὶ ἐκ λόχου, Eur. Phoen. 731; auch ohne Casus, Her. 7, 211. 9, 25; πρὸς τοὺς ὁπλίτας, πρὸς τὸν λόφον, Xen. An. 6, 1, 7. 4, 2, 11 Cyr. 5, 3, 12 u. sonst; ἐς τὸν λιμἑνα, Thuc. 8, 101. – Aehnl. Ar. βροτοῦ με προςέβαλε, sc. ὀσμή, Pax 180; προςβαλούσης τῆς νεὼς πρὸς ὁλκάδα, Plat. Lach. 183 b, u. öfter, vgl. Theaet. 153 e. – Auch umgekehrt wird verbunden : μή μ' ἀνάγκῃ προςβάλῃς τάδ' εἰκαϑεῖν, Soph. O. C. 1180, d. h. zwinge mich nicht. – Uebertr., προςβάλλειν τι, Etwas wahrnehmen, begreifen, beherzigen, wo man νῷ ergänzt, προςβαλοῦσ' ὅσα ζῶν κεῖνος εἶπε, Soph. Trach. 577, vgl. 841, wo der Schol. συνῆκε erkl., sc. τὴν ὄψιν, seinen Blick worauf richten, Lob. Phryn. 282. – Auch sc. ὀσμήν, riechen, einen Geruch geben, κρέα ἰχϑύων προςβάλλοντα, das nach Fischen riecht, vgl. Ael. H. A. 14, 20. 27. – Προςβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν μορφὴν τοῖς χερσαίοις, Ael. H. A. 14, 12, sie gleichen in der Gestalt. – Med., ἔπεϊ, ἔργῳ προτιβάλλεσϑαί τινα, sich mit dem Worte, dem Werke gegen Einen werfen, ihn hart antasten, Il. 5, 897; – κῆτος ποτιβάλλεται ὀλίγον ἰχϑύν, Opp. Hal. 5, 98, nimmt als Gefährten an, gesellt sich zu.
-
4 προς-άπτω
προς-άπτω, anheften, κεκόλληται γένος προςάψαι, Aesch. Ag. 1547; anfügen, τί τινι oder πρός τι, μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προςάψῃς, Soph. O. C. 236; φίλην προςάψας χεῖρα, Eur. Suppl. 361; übh. Einem Etwas ertheilen, gewähren, κῦδός τινι, Il. 24, 110; eben so κλέος τινί, Pind. N. 8, 37; τῷ τεϑνηκότι τιμάς, Soph. El. 348, wie 424, von den Todtenopfern; χλιδὴν τέκνῳ, Eur. Ion 27; κόσμον Πενϑεῖ, Bacch. 857; auch med., γῇ τῇδε ἑορτὴν καὶ τέλη προςάψομαι, Med. 1382; εὐδαιμονίαν τινί, Plat. Rep. IV, 420 d; ἐγκώμια τοῖς δρομεῠσι, Legg. VII, 822 d; τὴν ἀρχὴν τελευτῇ, VI, 768 e, u. öfter; Einem Etwas übertragen od. anvertrauen, Xen. Ag. 1, 36; τῇ τύχῃ τὰ κατορϑώματά τινος, Pol. 32, 16, 3; beilegen, Diod. Sic. – Auch intrans., sich anfügen, anreihen, εἰ κακοῖς κακὰ προςάψει τοῖς πάλαι τὰ πρὸς σφῷν, Soph. O. R. 667. – Med. προςάπτομαι, anrühren; ἀληϑείας, Plat. Tim. 71e; Soph. 254 a; Aesch. 1, 125 u. Sp.
-
5 προς-μίγνῡμι
προς-μίγνῡμι u. - μιγνύω (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, womit verbinden, τινί τι, übh. womit in Verbindung bringen, z. B. κράτει προςέμιξε δεσποταν, Pind. Ol. 1, 22, er verhalf dem Herrn zum Siege, verlieh ihm den Sieg; προςέμιξε κίνδυνον τῇ πόλει, Aesch. 3, 146; – intrans., οὐκ ἄρ' ἐκείνῳ γ' οὐδὲ προςμῖξαι ϑρασύ; Soph. Phil 106, sich ihm bewaffnet nähern; vgl. ποδὶ βοηδρόμῳ μέλαϑρα προςμίξει, Eur. Or. 1291; προςέμιξεν ἄφαρ τοὔπος τὸ ϑεοπρόπον ὑμῖν, Soph. Trach. 818, wie Hom. sagt ϑέσφαϑ' ἱκάνει, es trifft uns, geht an uns in Erfüllung, handgemein werden mit Einem, Her. 5, 64. 6, 112; τοῖς ὁπλίταις οὐκ ἠδυνήϑησαν προςμῖξαι, Thuc. 4, 33; Folgde, wie Pol. 1, 28, 8 u. öfter; vom Orte, hinzugehen, sich nähern, bes. anlanden, τῇ Νάξῳ, τῇ Ἀσίῃ, Her. 6, 96. 7, 168. 8, 130; προςέμιξαν τῷ τείχει τῶν πολεμίων, Thuc. 3, 22, u. öfter; ἔτι προςμίξωμεν ἐγγύτερον ἐπὶ τοὺς μήπω βεβασανισμένους, Plat. Polit. 290 c; auch ἀρετῇ ϑείᾳ προςμίξασα, Legg. X, 904 d; Sp.; τοῖς τόπ οις, τῇ χώρᾳ, Pol. 3, 42, 1. 1, 37, 1. – Auch πρὸς τὰ ὅρια, Xen. Cyr. 2, 4, 21; An. 4, 2, 16 u. Sp., wie. Plut.
-
6 πρός-τριμμα
πρός-τριμμα, τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόςτριμμ' ἄφερτον ἐνϑείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
-
7 προς-περι-βάλλω
προς-περι-βάλλω (s. βάλλω), noch dazu umwerfen, umgeben, τὸ περιτείχισμα, ὃ προςπεριέβαλε τῇ πόλει ὁ Βρασίδας, Thuc. 5, 2, vgl. 8, 40; – Plat. im med., κῆπον ἑνὶ περιβόλῳ προςπεριβεβλημένοι, Critia. 112 b. – Med. an sich bringen, zu erwerben suchen, οὐχ οἷός ἐστιν, ἔχων ἃ κατέστραπται, μένειν ἐπὶ τούτων, ἀλλ' ἀεί τι προςπεριβάλλεται, Dem. 4, 9; μολυσμόν, Plut. de aer. al. 7.
-
8 προς-π-ιέω
προς-π-ιέω, hinzumachen, -fügen, für Einen erwerben, dazu gewinnen, ὅπως αὐτοῖς τὴν Κέρκυραν προςποιήσειαν, Thuc. 1, 55, vgl. 3, 70. 4, 47; ὡς φίλην προςποιήσαντες Δέσβον τῇ πόλει, Xen. Hell. 4, 8, 28; δόξαν ἤνεγκε καὶ χάριν προςποιεῖ, Dem. 60, 14; einzeln dei Sp. – Gew. als dep. med., sich noch dazu verschaffen, für sich gewinnen, σὲ προςποιούμεϑα εὔνουν, Eur. Hel. 1403; τὸν δῆμον, Ar. Equ. 215; auch τῶν χρημάτων, Eccl. 871; ξύλινον πόδα, sich dazu machen lassen, Her. 9, 37; auch φίλους, für sich gewinnen, sich geneigt machen, 1, 6, u. ohne diesen Zusatz, 6, 66; Thuc. 1, 137. 2, 30 u. öfter; bes. auch fremdes Eigenthum sich anmaßen, μηδὲν ἔτι προςποιεῖσϑαι τὴν Ἀμφίπολιν, D. Sic. 16, 4; Ansprüche auf Etwas machen, = ἀντιποιεῖσϑαι, Harpocr. aus Isaeus. – Daher sich stellen, als ob man Etwas sei oder besitze, sich den Anschein wovon geben, sich anmaßen Etwas zu sein, von sich vorgeben oder behaupten, daß man Etwas sei, ὅσοι πολιτικοὶ προςποιοῠνται εἶναι, Plat. Gorg. 519 c; ὅσοι προςπ οιοῠνται ἔμπειροι εἶναι, Theaet. 179 e; Phaedr. 273 a u. öfter; προςποιεῖται τὰ βέλτιστα σιτία τῷ σώματι εἰδέναι, Gorg. 464 d; und mit dem Zusatz προςποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δ' οὐδέν, Apol. 23 d; Xen. ὁ δὲ νικῶν τῷ δικαίῳ προςεποιεῖτο νικᾶν, wer den Proceß gewann, behauptete, ihn durch seine gerechte Sache gewonnen zu haben, Cyr. 8, 2, 27; μὴ τούτων μὲν ἐχϑ ρὸς ᾖς, ἐμὸς δ' εἶναι προςποιῇ, Dem. 18, 125; Folgde; προςποιεῖται πάντα εἰδέναι, Luc. D. D. 16, 1; Sp. brauchen so auch den aor. pass., προςποιηϑεὶς οὐκ εἰδέναι, Pol. 5, 25, 7. 31, 22. – Dagegen ist μὴ προςποιεῖσϑαι, thun, als ob Etwas nicht der Fall wäre, ἔδει δὲ καὶ εἰ ἠδίκησαν μὴ πρ., Thuc. 3, 47.
-
9 προς-στρατο-πεδεύω
προς-στρατο-πεδεύω, auch als dep. med., sich dabei lagern, τῇ πόλει, Pol. 1, 42, 8, u. öfter.
-
10 προς-επι-σφρᾱγίζομαι
προς-επι-σφρᾱγίζομαι, noch dazu mit seinem Siegel bestätigen, übh. noch dazu bestätigen; προςεπισφραγιζόμενοι τὴν ἀγαϑὴν τύχην ἐν τῇ πόλει εἶναι, Dem. ep. 4; S. Emp. adv. phys. 1, 192.
-
11 προς-κατα-σκευάζω
προς-κατα-σκευάζω, noch dazu ausrüsten, einrichten; ἐμπόριον, Dem. Lpt. 32; auch ἐκ τῆς ἀπολογίας ὄνειδος προςκατασκευασϑῆναι τῇ πόλει, Dem. 19, 78; einsetzen, Pol. 21, 9, 6.
-
12 προς-εδρεύω
προς-εδρεύω, dabei, daneben sitzen, τινί; πυρᾷ, Eur. Or. 403; Ἅιδου νύμφᾳ προςεδρεύοις, Alc. 749; insbes. vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, τῇ πόλει, Pol. 8, 9, 11; τοῖς καιροῖς, genau beobachten, 38, 5, 9, vgl. 11, 5, 2; Dem. 1, 18 προςεδρεύσει τοῖς πράγμασι, eifrig den Geschäften obliegen, u. öfter.
-
13 προς-καθ-έζομαι
προς-καθ-έζομαι, bei sp. Schriftstellern des gemeinen Dialekts mit dem aor. pass. προςκαϑεσϑῆναι, att. nur aor. προςεκαϑεζόμην (s. καϑέζομαι), u. fut. προςκαϑεδοῠμαι, – dabei sitzen, sich dabei niederlassen; bes. vor einer Stadt lagern, προςκαϑεζόμενοι καὶ αὐτοὶ τὴν Πύδναν ἐπολιόρκησαν Thuc. 1, 61, u. öfter; auch πολιορκίᾳ, 1, 11; τὴν πόλιν, 1, 26; Xen. Hell. 1, 8, 21; übtr., sich mit Etwas angelegentlich beschäftigen, τοῖς πράγμασι προςκαϑεδεῖται καὶ προςεδρεύσει, Dem. 1, 18; Folgde; τῇ πόλει, die Stadt belagern, Pol. 3, 98, 7, u. öfter, u. a. Sp.
-
14 πταίω
Aπταίσω D.2.20
: [tense] aor.ἔπταισα Hdt.9.101
, etc.: [tense] pf.ἔπταικα Men.675
, Bato 1, Plb.3.48.4, ([etym.] προς-) Isoc.6.82:— [voice] Pass., v. infr.1:I trans., cause to stumble or fall,σύνθεσιν ποτὶ ψεύδει Pi.Fr. 205
, cf. LXX 1 Ki.4.3:—[voice] Pass., to be missed, of things, Ael. NA2.15; τὰ πταισθέντα failures, errors, Luc.Demon.7; ἃ ἐπταίσθη his failures, Plu.Comp.Dion.Brut.3.II intr., stumble, trip, fall, π. πρός τινι stumble against, fall over,π., ὥσπερ πρὸς ἕρματι, πρὸς τῇ πόλει Pl.R. 553b
, cf. A.Pr. 926, Theoc.7.26; πρὸς τὰς πέτρας cj. in X. An.4.2.3; prov.,μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν Plb.31.11.5
; also π. περί τινι, μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ Ἑλλάς lest Hellas should get a fall over him, i.e. be defeated by him, Hdt.9.101.2 metaph., make a false step or mistake, Th.2.43, D.2.20, Men.672, etc.; ἐὰν πταίωσί τι when they make a blunder, of medical men, Philem.75.5; οὐκ ἐλάττω, ἐλάχιστα, τὰ πλείω π., Th.1.122, 4.18, 6.33;ἔν τισι D. 18.286
;λογισμοῖς Men.380
; τῇ μάχῃ, τοῖς ὅλοις, τοῖς πράγμασι, etc., Plb.18.14.13, 3.48.4, 1.10.1, etc.;ἀψευδὴς ὢν καὶ μὴ π. τῇ διανοίᾳ περὶ τὰ ὄντα Pl.Tht. 160d
; alsoπ. ὑπ' ἀνάγκας S.Ph. 215
(lyr.);ὑπό τινος π. τῇ πατρίδι Plb.5.93.2
;ἐκ τύχης Id.2.7.3
.3 π. τῆς ἐλπίδος to be baulked of.., Hdn.8.5.1.4 ἡ γλῶττα π. stutters, Arist.Pr. 875b19. -
15 ἕρμα
ἕρμα, τό, 1) (von ἔρδω, ἐρείδω) die Stütze, bes. diejenigen, welche unter die Schiffe gestellt werden, wenn diese aufs Land gezogen sind, damit sie nicht faulen, νῆα μὲν οἵγε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρ υσσαν – ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il. 1, 485; ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν 2, 154; H. h. Apoll. 507; übertr., ἕρμα πόληος, Stütze der Stadt, von Menschen, Il. 16, 449 Od 23, 121, womit Simonds. 85 (XIII, 26) zu vergleichen, der von Periander sagt σήμαινε λαοῖς ἕρμ' ἔχων Κορίνϑο υ. – Der Stützpunkt, Grundlage, τοῠτο οἷον ἕρμα πόλεως ἡμῖν κείσϑω τὰ νῠν Plat. Legg. V, 737 a; ἕρμα τῆς πολιτείας βέβαιον Plut. reip. ger. praec. 18. – In der Rennbahn der Stein, der den Punkt des Auslaufens bezeichnet, ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319). – Der Pfeil heißt bei Hom. μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, der die Schmerzen begründet, auf dem die Schmerzen gleichsam ruhen, der Träger der Schmerzen, Il. 4, 117, welchen Vers Aristarch verwarf. – Auch der das Schiff niederhaltende, gleichsam stützende Ballast, Ar. Av. 1492; πρὸς τύχην μεγάλην πολὺ πνεῠμα καὶ σάλον ἔχουσαν ἕρματος πολλοῠ καὶ κυβερνήτου μεγάλου δεόμενον Plut. ad. princ. inerud. 5. Aehnl. Arist. von den Bienen, ὅταν δ' ἄνεμος ᾖ μέγας, φέρο υσι λίϑον ἐφ' ἑαυταῖς, ἕρμα πρὸς τὸ πνεῠμα H. A. 9, 40, vgl. 9, 12. – Uebertr., ἕρμα δῖον λαβοῠσα, von einem Gott die Leibesfrucht empfangen habend, Aesch. Suppl. 575. – 2) Klippen, Felsen, Sandbänke, auf die das Schiff auffährt, ἄφαντον Aesch. Ag. 979; übertr., τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προςβαλὼν Δίκας Eum. 534; κακοὺς δ' ἐφ' ἕρμα στερεὸν ἐκβάλλο υσι γῆς Eur. Hel. 854; in Prosa, Her. 7, 183; μὴ ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῠν Thuc. 7, 25, wie Plat. ἐξαίφνης πταίσαντα ὥςπερ πρὸς ἕρματι πρὸς τῇ πόλει Rep. VIII, 553 b; Sp., ἕρματα ὕφαλα D. Hal. 1, 52. – Allgemeiner, Hügel, πρὸς ἕρμα ( conj. für ἕργμα) τυμβόχωστον ἔρχομαι, zum Grabhügel, Soph. Ant. 841; ἕρμα γῆς ἁπαλόν, eine Stelle von weichem Grunde, App. B. C. 5, 101; – ἕρματα τῶν ϑεμελίων, die Ruinen, D. Sic. 5, 70. – 31 ( εἴρω) nur im plur., Ohrringe, Ohrgehänge, Il. 14, 182 Od. 18, 297. Vgl. ὅρμος. – Uebh. Bande, Fessel, Ael. H. A. 17, 25. 37. – Vgl. Buttm. Lexil. I p. 111 – 115.
-
16 βαλλω
(fut. βᾰλῶ - ион. βαλέω, редко βαλλήσω; aor. 2 ἔβᾰλον, pf. βέβληκα; pass.: fut. βληθήσομαι и βεβλήσομαι, aor. ἐβλήθην, pf. βέβλημαι) реже med.1) бросать, кидать, метать(τι εἰς ἅλα, ἐν πυρί, ποτὴ πέτρας, προτὴ γαίῃ Hom.; σπόρον ἐν νειοῖσιν Theocr.)
2) метать копья(ἐκ χειρός Xen.; β. καὴ τοξεύειν Dem.)
3) ронятьβ. δάκρυ Hom. — проливать слезы;
β., тж. β. τοὸς ὀδόντας Arst. — терять зубы4) надевать, приставлять, приделывать(κύκλα ἀμφὴ ὀχέεσσι Hom.)
ἐν πύλαισιν ἀκοὰν β. Eur. — приложить ухо к двери5) надевать, накидывать(αἰγίδα ἀμφ΄ ὤμοις, ῥάκος ἀμφί τινι, med. ἀμφὴ ὤμοισιν ξίφος Hom.; κρήδεμνον πλοκάμοις Anth.)
6) закидывать, забрасывать(τὸ δίκτυον εἰς τέν θάλασσαν NT.; ἀμφί τινι χεῖρας и πήχεε Hom.)
ἐπὴ γᾶν Φρυγῶν ποδὸς ἴχνος βαλεῖν Eur. — ступить на фригийскую землю7) валить, опрокидывать(τινὰ ἐν δαπέδῳ и ἐν κονίῃσι Hom.)
ἐς γόνυ τέν πόλιν β. Her. — поставить на колени, т.е. сокрушить государство8) низвергать, разрушать(οἶκον Aesch.)
9) извергать, изгонять(τινὰ γῆς ἔξω Soph.)
ἄθαπτόν τινα βαλεῖν Soph. — лишить кого-л. погребения10) ввергать, повергать(τινὰ ἐς κακόν Hom.; τινὰ εἰς δεῖμα Her. и εἰς φόβον Eur.)
βαλεῖν τινα εἰς ἔχθραν Aesch. — навлечь на кого-л. ненависть;ἐν αἰτίᾳ βαλεῖν τινα Soph. — возвести на кого-л. обвинение;τέν χώραν κινδύνῳ βαλεῖν Aesch. — подвергнуть страну опасности11) поворачивать, направлять(νῆας ἐς πόντον Hom.; ὄμματα ἑτέρωσε Hom. и πρὸς γῆν Eur.; πρὸσωπον εἰς γῆν Eur.)
12) опускать, склонять(ἑτέρωσε κάρη Hom.)
13) гнать, погонять(ἵππους πρόσθε Hom.; κάτωθε τὰ μοσχία Theocr.)
14) ударять, поражать(τινὰ δουρί Hom.; τινὰ κακοῖς Eur.)
βαλεῖν τινά τι, κατά, πρός и ὑπό τι, реже β. τινος κατά τι Hom. — ударить (ранить) кого-л. во что-л.;ἕλκος τό μιν βάλε ἰῷ Hom. — рана, которую он нанес ему стрелой:β. ψόγῳ τινά Eur. — оскорблять кого-л.;β. ἐπὴ σκοπόν Xen., τοῦ σκοποῦ Plat. и ἐπὴ σκοποῦ (v. l. ἐπίσκοπα) Luc. — попадать в цель;ἄχεϊ μεγάλῳ βεβολημένος ἦτορ Hom. — глубоко огорченный в душе;βάλλει με φθόγγος δι΄ ὤτων Soph. — до ушей моих доносится шум15) (sc. ὕμνῳ) воспевать, славить(τινά Pind.)
16) вгонять, вонзать(ἰὸν ἐνὴ στήθεσσί τινι Hom.)
17) наводить, нагонять, насылать(ὕπνον ἐπὴ βλεφάροις Hom.)
18) внушать, вселять(τί τινι ἐν θυμῷ Hom., θυμῷ Aesch. и εἰς θυμόν Soph., Plut., ἐν στήθεσσι Hom. и ἐν καρδίᾳ Pind.; λύπην τινί Soph.)
19) грузить, нагружать(μῆλα ἐν νηΐ Hom.)
20) med. погружаться21) (sc. ἑαυτόν) бросаться, устремляться, падатьἵπποι περὴ τέρμα βαλοῦσαι Hom. — кобылицы, обогнувшие столб;βάλλ΄ ἐς κόρακας! Arph. — убирайся прочь!, проваливай!;βάλλ΄ ἐς μακαρίαν! Plat. — что ты, бог с тобой!;εἰς ὕπνον βαλεῖν Eur. — заснуть22) ( о жидкости) обрызгивать, окроплять(τινά Hom., Eur.)
23) осыпать, обдавать24) наливать, вливать25) тж. med. озарять, освещать(ἀκτῖσιν Hom.; γαῖαν Eur.; σελήνη βαλλομένη διὰ θυρίδων Anth.)
26) med. насыпать, возводить(χαράκωμα πρὸς τῇ πόλει Dem.; χάρακα Polyb., Plut.)
— закладывать (κρηπῖδα Pind.; τὰς οἰκοδομίας Plat., ἀρχέν τῶν πραγμάτων Luc.)27) med. обдумывать, замышлять(τι ἐπὴ θυμῷ и μετὰ φρεσί Hom.; ἐνὴ φρεσί Hom., Hes. или ἐπ΄ ἑωυτοῦ Her.)
ἐς θυμὸν ἐβάλετο Her. — он решил28) med. зачать -
17 πτῶμα
πτῶμα, τό, der Fall, Sturz; πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς, Aesch. Suppl. 648; πεσεῖν ἀτίμως πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, Prom. 921; dah. Unglück, πότερα δόμοισι πτῶμα προςκυρεῖ νέον, Ch. 13; πίπτουσι βροτῶν χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά, Ant. 1033; Eur. oft, πτῶμα ϑανάσιμον El. 686, τὰ ϑεῶν πτώματα, Unfall von den Göttern geschickt, Herc. Fur. 1228; u. in Prosa: οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Plat. Lach. 181 d; τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα, Tim. 86 c, u. öfter; auch der Leichnam, Pol. 15, 14, 2; πρὸς τῇ πόλει πτωμάτων γενομένων, nach der Niederlage, nachdem Viele gefallen waren, 33, 12, 7; vgl. Plut. Alex. 23. Auch πτώματ' ἐλαῶν, abgefallene Oliven, Lys. bei Harpocr.
-
18 επαναστρεφω
1) делать поворот, поворачиваться кругом Xen., med. Arph.ἐ. καὴ ἐπερείδεσθαι Arph. — повернуться (лицом к противнику) и оказать сопротивление
2) возвращаться назад(πρὸς τῇ πόλει Thuc.; ἐπὴ τέν ἀρχήν Arst.)
-
19 χάραξ
A pointed stake: esp.,I vine-prop, pole, Ar.Ach. 986, V. 1201, Pax 1263, Th.3.70, BGU 1122.17 (i B. C.): prov. ἐξηπάτησεν ἡ χ. τὴν ἄμπελον, of those who trust in a 'broken reed', Ar.V. 1291.II pale, used in fortifying the entrenchments of a camp, Id.Ach. 1178, D.21.167; = Lat. vallus, Plb.1.29.3, 18.18.1:2 collectively, = χαράκωμα, palisaded camp, Theophil.Com.9, SIG363.1 (Ephesus, iii B. C.), Men.77, Plu.Caes.17 (pl.), Jul.Or.2.60b;τὰν ἐκτὸς τοῦ χ. χώραν IG42(1).76.21
(Epid., ii B. C.); palisade, χάρακα βαλέσθαι πρὸς τῇ πόλει (v.l. χαράκωμα) D.18.87; = Lat. vallum, Plb.1.80.11, 3.45.5, al., Ev.Luc.19.43; χάρακα τίθεσθαι form an entrenched camp, D.H.6.29;χ. βαλέσθαι Plu.Aem.17
, cf. Marc.18, etc.;βάλλειν Id.Sull.28
; ἀποταφρεύειν, περιταφρεύειν, ib.21, Luc.31;διασπᾶν Id.Ant.18
;χ. σεσιδηρωμένος καὶ ἁλύσεσι δεδεμένος D.S.19.83
;χ. κύκλῳ τῆς νεώς Moschio
ap.Ath.5.208d.III cutting, slip, esp. of an olive, Thphr.HP2.1.2, CP5.1.[4], Gp.9.11.5; of other plants, Thphr.CP 1.12.9.2 collectively, = ἀκανθώδη φυτά, Hsch.IV a seafish, one of the breams, Sargus, Diph.Siph. ap. Ath 8.355e, Opp.H. 1.173; also a fish of the Red Sea, Ael.NA12.25. -
20 πτῶμα
πτῶμα, τό, der Fall, Sturz; dah. Unglück; τὰ ϑεῶν πτώματα, Unfall von den Göttern geschickt; der Leichnam; πρὸς τῇ πόλει πτωμάτων γενομένων, nach der Niederlage, nachdem viele gefallen waren; πτώματ' ἐλαῶν, abgefallene Oliven
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Δαλμάτιος ή Δαλμάτος — (τέλη 4oυ – αρχές 5oυ αι. μ.Χ.). Όσιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε ηγούμενος της μονής των Δαλμάτων στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίστηκε στη διάρκεια της νεστοριανής έριδας υπέρ του Κύριλλου, πατριάρχη Αλεξανδρείας. Ο Δ. καταγόταν… … Dictionary of Greek
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… … Dictionary of Greek
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek
προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω … Dictionary of Greek
προσφοιτώ — άω, ΜΑ 1. πορεύομαι ή έρχομαι σε κάποιο μέρος συχνά («οὐδὲ προσφοιτᾷ πρός τι... τῶν ἐν τῇ πόλει κουρείων», Δημοσθ.) 2. συναναστρέφομαι με κάποιον αρχ. 1. φοιτώ σε κάποιο δάσκαλο 2. μτφ. επισκέπτομαι («τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας», Αντιφάν.).… … Dictionary of Greek